- σέσιλος
- σέσῑλος, ὁ,A snail, [Epich.] ap.Ath.2.63c; σέσιλον ἢ σεσέλιταA
καλοῦσι Dsc.2.9
:—also [full] σέσηλος, Hsch.; cf. σέμελος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοῦσι Dsc.2.9
:—also [full] σέσηλος, Hsch.; cf. σέμελος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέσιλος — και, κατά τον Ησύχ., σέσηλος, ὁ, και, κατά τον Διοσκ., σεσέλιτα, τὰ, Α κοχλίας, σαλιγκάρι με όστρακο που ζει σε θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και σέμελος)] … Dictionary of Greek
σέσιλοι — σέσιλος snail masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσιλον — σέσιλος snail masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέμελος — ό, Α (λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*] … Dictionary of Greek
σέσηλος — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σέσιλος … Dictionary of Greek
σεσέλιτα — τὰ, Α (κατά τον Διοσκ.) βλ. σέσιλος … Dictionary of Greek